Αμάλφι

Αμάλφι
(Amalfi).Κωμόπολη (5.589 κάτ.) της νότιας Ιταλίας, στη χερσόνησο του Σορέντο, Δ του Σαλέρνο. Μαζί με τις γειτονικές της περιοχές, αποτελεί μια από τις πιο αξιόλογες τουριστικές ζώνες της νότιας Ιταλίας. Κατά τον Μεσαίωνα το Α. ήταν ναυτική δημοκρατία και γνώρισε μεγάλη ακμή, όπως μαρτυρούν τα σωζόμενα μνημεία του παρελθόντος της: o καθεδρικός του Αγίου Ανδρέα με τις ορειχάλκινες θύρες του, που κατασκευάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1066, η μονή των Αμαλφηνών καπουτσίνων και τα νεώρια. Ιστορία. Οι πρώτες ιστορικές πληροφορίες για το Α. ανάγονται στον 8ο αι. Η ευνοϊκή γεωγραφική του θέση και το επιχειρηματικό πνεύμα των εμπόρων του εξασφάλισαν στο Α. αυτονομία, πρώτα οικονομική και έπειτα πολιτική. Τον 9o αι. επωφελήθηκε, όπως και άλλες πόλεις της νότιας τυρρηνικής ακτής, από την εξασθένηση της βυζαντινής κυριαρχίας εξαιτίας των επιθέσεων των Λογγοβαρδών, για να ανεξαρτητοποιηθεί από το δουκάτο της Νάπολης και να οργανωθεί σε δημοκρατία (839). Το δημοκρατικό της σύστημα, όμως, μετατράπηκε γρήγορα σε μια μορφή δουκάτου, υπό την επικυριαρχία του Βυζαντίου (958). Το 907 ο άρχοντας της πόλης είχε πάρει τον βυζαντινό τίτλο του σπανθαροκανδιδάτου, και αργότερα του πατρικίου. Η εξάρτηση αυτή από το Βυζάντιο, αν και τυπική, επέτρεψε στο Α. να απολαμβάνει πολλά προνόμια στην Κωνσταντινούπολη όπου υπήρχε παροικία Αμαλφηνών εμπόρων. To 980 μνημονεύονται Αμαλφηνοί μοναχοί στο Άγιον Όρος, οι οποίοι μεταξύ 985 και 990 έχτισαν μονή. Στην περίοδο αυτή το Α. αυξάνει συνεχώς τη ναυτική ισχύ του και αναπτύσσει ήδη ανθηρές εμπορικές συναλλαγές με τη νότια Ιταλία και με τα λιμάνια της Μεσογείου, όπου είχε εγκαταστήσει πολυάριθμους εμπορικούς οίκους. O στόλος του έλαβε ενεργό μέρος και στους αγώνες εναντίον των Σαρακηνών. Το Α. άρχισε να παρακμάζει με την επέκταση της νορμανδικής ισχύος. Το 1131 το κατέλαβε ο βασιλιάς της Σικελίας Poγήρος Β’ και το 1135 Πιζανοί κατέστρεψαν τον στόλο του και τον λεηλάτησαν. Αυτό ήταν και το οριστικό τέλος της ισχύος του. Κατά τη λεηλασία, οι Πιζανοί ανακάλυψαν τυχαία το περίφημο χειρόγραφο των Πανδεκτών του Ιουστινιανού, που συνέβαλε στην αναβίωση του Ρωμαϊκού δικαίου στην Ιταλία. Αμαλφιτών, μονή.Μοναστήρι που ίδρυσαν ορθόδοξοι μοναχοί από το Α. στο Άγιον Όρος. Η ίδρυση του μοναστηριού εντοπίζεται μεταξύ του 985 και του 990. Το μοναστήρι, που σήμερα δεν υπάρχει, λεγόταν και μονή των Αμαλφηνών. Το αρχείο της διασώζεται στη μονή της Μεγίστης Λαύρας. Σελίδα κώδικα, ίσως του 16ου αι., που περιέχει τους περίφημους Πίνακες του Αμάλφι, συλλογή ναυτικών νόμων που ίσχυσαν έως τον 17ο αι. σε όλα τα λιμάνια της Ιταλίας και στα περισσότερα της Μεσογείου (Δημοτικό Μουσείο, Αμάλφι·φωτ. Igda). Καθεδρικός ναός στο Αμάλφι, βυζαντινής αρχιτεκτονικής, αλλά με έκδηλη τη σικελονορμανδική επίδραση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • καμπάνια — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • καμπανιά — I Μακεδονικό βαθύπεδο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των πόλεων της Βέροιας, της Νάουσας και της Έδεσσας, γνωστό και με την ονομασία πεδιάδα της Θεσσαλονίκης. Έχει μήκος 70 χλμ. και πλάτος 55 χλμ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσχωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Γουέμπστερ, Τζον — (John Webster, Λονδίνο, 1580; – 1625;). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωή του· στα βιβλία του θεατρικού ιμπρεσάριου Φίλιπ Χένσλοου αναφέρεται ότι από το 1602 έως το 1607 συνεργάστηκε με τον Ντέκερ, τον Μάρστον και άλλους …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”